Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

το αριθμητικό

См. также в других словарях:

  • αριθμητικό τρίγωνο — Τριγωνικός αριθμητικός πίνακας για τη σύνταξη των συντελεστών των διωνύμων. Στις πλευρές του βρίσκονται οι μονάδες. Στο εσωτερικό του οι αριθμοί σχηματίζονται με την πρόσθεση των δύο αριθμών που βρίσκονται πάνω από τον δοσμένο: H (ν + 1) σειρά… …   Dictionary of Greek

  • χίλιοι, -ιες, -ια — αριθμητικό απόλυτο, κλιτή μορφή του άκλιτου χίλια 1. δέκα εκατοντάδες, χίλιες μονάδες: Ο Ξέρξης είχε πάνω από χίλια πλοία. 2. αναρίθμητοι, αμέτρητοι: Χίλιες φορές να του το πεις, δε θα το καταλάβει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τέσσερεις — τέσσερα / τέσσαρες, τέσσαρα, ΝΜΑ, και τέσσαροι και τέσσεροι, ες, α και λόγιος τ. τέσσαρες, τέσσαρα Ν, και αττ. τ. τέτταρες, τέτταρα και ιων. τ. τέσσερες, τέσσερα και δωρ. τ. τέτορες, τέτορα και επικ. και πιθ. αιολ. τ. πίσυρες και αιολ. τ. πέσυρες …   Dictionary of Greek

  • έξι — και έξη και εξ (AM ἕξ) (απόλ. αριθμητ.) ποσότητα που αποτελείται από πέντε και μία μονάδες νεοελλ. 1. (για χρονολογία, ώρα, ηλικία κ.λπ., αντί τού τακτικού έκτος) («έκλεισε τα έξι») 2. (με άρθρο ως ουσ.) το έξι οτιδήποτε έχει τον αριθμό έξι… …   Dictionary of Greek

  • διάνυσμα — Γεωμετρική έννοια, που χαρακτηρίζεται από το μήκος, τη διεύθυνση και τη φορά ενός μη (μηδενικού) προσανατολισμένου ευθύγραμμου τμήματος (παραβλέπεται δηλαδή η θέση του προσανατολισμένου τμήματος μέσα στον χώρο). Το δ. συμβολίζεται είτε με ένα… …   Dictionary of Greek

  • εκατό — οι, τα (AM ἑκατόν, οι, αι, τα Α και αρκαδικός τύπος ἑκατόν) 1. απόλυτο αριθμητικό που δηλώνει την ποσότητα τών δέκα δεκάδων 2. στρογγυλός αριθμός που εκφράζει αόριστο πλήθος ή μεγάλο αριθμό νεοελλ. 1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα εκατό το εκατοστό… …   Dictionary of Greek

  • ενενήκοντα — και ενενήντα οι, αι, τα (AM ἐνενήκοντα) (άκλ. αριθμτ.) ποσότητα εννέα δεκάδων. [ΕΤΥΜΟΛ. Το αριθμητικό επίθετο ενενήκοντα < *εναν ήκοντα, με αφομοίωση τού α από το ε και αναλογική επίδραση τών τύπων σε ήκοντα (πρβλ. εβδομ ήκοντα, πεντ ήκοντα)… …   Dictionary of Greek

  • ημέρα — Χρονική μονάδα που αντιστοιχεί στη διάρκεια μιας πλήρους περιστροφής της Γης γύρω από τον άξονά της. Για τον προσδιορισμό της χρησιμοποιούνται διάφορα φαινόμενα, που κάνουν αντιληπτή την περιστροφική κίνηση της Γης. Ένα από τα φαινόμενα αυτά… …   Dictionary of Greek

  • κόππα — Στοιχείο του αρχαίου ελληνικού αλφάβητου. Βρισκόταν ανάμεσα στο πι και στο ρο και αντιστοιχούσε με το φοινικοεβραϊκό κοφ και το λατινικό Q. Συμβολιζόταν με έναν κύκλο επάνω σε μια κάθετη γραμμή (|) και το χρησιμοποιούσαν, μαζί με το ομόφωνό του… …   Dictionary of Greek

  • πέντε — ΝΑ, αιολ. τ. πέμπε Α άκλ. απόλυτο αριθμητικό το οποίο δηλώνει την ποσότητα που προκύπτει όταν σε τέσσερεις μονάδες προστεθεί άλλη μία, καθώς και το σύμβολό του νεοελλ. 1. (με άρθρ. ουδ. ως ουσ.) το πέντε καθετί που φέρει αυτόν τον αριθμό… …   Dictionary of Greek

  • τράπεζα — Ονομασία ιδρυμάτων που εκτελούν πολλές και διάφορες λειτουργίες: από το εμπόριο και την ανταλλαγή νομισμάτων και την κατάθεση χρημάτων έως την παροχή πιστώσεων και άλλων χρηματοδοτήσεων. Ιστορία. Πολλές τραπεζικές πράξεις έχουν την καταγωγή τους… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»