-
1 пятеро
αριθμητικό αθρσ. πέντε•пятеро человек πέντε άνθρωποι•
пятеро саней πέντε έλκηθρα•
их было пятеро αυτοί ήταν πέντε.
-
2 пятисотый
(αριθμητικό τακτικό)• πεντακοσιοστός. -
3 пятитысячный
(αριθμητικό τακτικό) πεντε-χιλιοστός. || πέντε χιλιάδων•-ая толпа πλήθος πέντε χιλιάδων.
|| αξίας πέντε χιλιάδων•пятитысячный дом σπίτι αξίας πέντε χιλιάδων.
-
4 тридцатый
(αριθμητικό τακτικό)• τριακοστός•тридцатый километр τριακοστό χιλιόμετρο•
-ые годы η τέταρτη δεκαετία (30-39)• -ое марта η τριάντα του Μάρτη• - год τριακοστό έτος (ηλικίας)•
-ое число месяца η τριακοστή ημερομηνία.
-
5 числительный
επ. -ое имя αριθμητικό επίθετο.ουσ. -ое ουδ. το αριθμητικό•количественное -ое το απόλυτο αριθμητικό•
порядковое -ое τακτικά αριθμητικό.
-
6 числительное
числительноес грам. τό ἀριθμητικό:\числительное количественное τό ἀριθμητικό ἀπόλυτο· \числительное порядковое τό τακτικό ἀριθμητικό. -
7 числительное
-
8 имя
το όνομαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > имя
-
9 один
1. (числительное) το (αριθμητικό) ένα 2. (единственный) μόνος, μοναδικός 3. (в значении какой-то) ένας, κάποιος 4 (тот же самый, одинаковый) о ίδιος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > один
-
10 порядковый
της σειράςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > порядковый
-
11 станок
1. (машина для обработки) η εργαλειομηχανή, η μηχανήбуровой - το (αυτοκινούμενο/μεταφερόμενο) μηχάνημα γεώτρησηςвинторезный - το μηχάνημα ελικοτόμησης, ο τόρνος σπειρωμάτωνдолбёжный - (по металлу) - της διάνοιξης επιμηκών οπών, ο σφηνοκόπτηςзуборезный - ο γραναζοκόφτης, η μηχανή κατασκευής οδοντώσεωνклепальный - το μηχάνημα των ηλώσεων/καρφώσεωνкромкострогальный - η μηχανική πλάνη των άκρων/ακμώνпродольно-строгальный - см. строгальный -расточный - το διατρητικό μηχάνημα, το μηχανικό τρυπάνιревольверный - см. токарный револьверный -ткацкий - ο αργαλειός, η υφαντική μηχανή- токарный фасонно-отрезной автомат ο αυτόματος τόρνος ελβετικού τύπου (για μικρά αντικείμενα ακριβείας)трубонарезной - для нарезания внутренней резьбы το κολαούζο (ξεν.)фрезерный - η φρέζα, η εγκλυφική μηχανήшероховальный - (рез.) η μηχανή στίλβωσης των μετάλλων2. (опора, основание) το υποστήριγμα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > станок
-
12 сумма
1. мат. το άθροισμα- углов - των γωνιών 2 (определённое количество денег) το ποσ/όν, το άθροισμαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > сумма
-
13 числительное
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > числительное
-
14 порядковый
порядков||ыйприл:\порядковый номер ὁ αὐξων ἀριθμός· \порядковыйое числительное грам. τό τακτικό ἀριθμητικό. -
15 числительный
числи́тельн||ыйприл грам.:имя \числительныйое τό ἀριθμητικό. -
16 числительное
[τσισλίτιλ" ναιε] ουσ. ο. (γραμ.) αριθμητικό -
17 числительное
[τσισλίτιλ"ναιε] ουσ ο (γραμ) αριθμητικό -
18 много
επίρ.1. πολύ•он имеет много денег αυτός έχει πολύ χρήμα•
много лет πολλά χρόνια•
вы счастливее меня εσείς είστε πολύ ευτυχέστεροι από μένα•
много лучше πολύ καλύτερα.
|| (σε ερωτηματικές προαάσεις) πολύ;•так много ? τόσο πολύ;•
много ли? πολύ; (ποσό).
2. μεγάλος αριθμός, μεγάλη ποσότητα•у него очень много друзей αυτός έχει πάρα πολλούς φίλους•
он очень много ест αυτός τρώγει πάρα πολύ (είναι φαγάς)•
не очень много όχι πάρα πολύ•
слишком много πάρα πολύ.
3. (με αριθμητικό)• όχι περισσότερο από, όχι παραπάνω απο, το περισσότερο•по два, по три много από δυό, από τρεις πάει πολύ.
εκφρ.по -у – από πολύ, σε μεγάλη ποσότητα•много-многоτο περισσότερο, το ανώτερο (όριο), όχι παραπάνω απο•ему 40 лет – αυτός δεν είναι πάνω απο 40 χρόνια•ни много ни мало – ούτε πολύ ούτε λίγο, ούτε παραπάνω ούτε παρακάτω. -
19 первый
(τακτικό αριθμητικό)• πρώτος -Οβ•впечатление η πρώτη εντύπωση•
первый курс πρώτο έτος φοίτησης•
-ое апреля η πρωταπριλιά•
-ые годы жизни τα πρώτα χρόνια της ζωής•
при -ом случае με την πρώτη ευκαιρία•
-ые цветы τα πρώτα λουλούδια (πρωτολούλουδα)•
-ые плоды οι πρώτοι καρποί, τα πρωιμάδια, οι πρωιμιές, τα πρωτολούβια•
-ая любовь η πρώτη αγάπη•
первый поцелуй το πρώτο φιλί•
первый ученик в классе ο πρώτος μαθητής στην τάξη•
играть -ую роль παίζω τον πρώτο (κύριο) ρόλο• πρωταγωνιστώ•
предметы -ой необходимости αντικείμενα (είδη) πρώτης ανάγκης•
первый сорт πρώτη ποιότητα•
первый голос (μουσ.) πρώτη φωνή.
|| ως ουσ. ουδ. -ое το πρώτο φαγητό (σούπα, βραστό). || (παρενθετικό)•-ое πρώτο, κατά πρώτο.
εκφρ.- ое дело – α) πριν απ όλα, πρώτα-πρώτα, πρώτιστα, στην πρώτη γραμμή. β) το πιο καλύτερο, το καλύτερο απ όλα, το πρώτιστο, το υπέροχο, το εξαιρετικό•- ая помощь – η πρώτη (υγειονομική) βοήθεια•из -ых рук – από πρώτο χέρι, από την πηγή•не -ой молодости – όχι και νέος (λίγο μεγάλος, πιανούμενος)•не -ое число – (απλ.) θα έχεις κακές (δυσάρεστες) συνέπειες, θα σε τσούξει•первый среди равных – εξέχων, επιφανής. -
20 плюс
-а α.1. το σϋν (+), σημείο αριθμητικό• σύμβολο θετικό.2. άνω του μηδενός (για θερμοκρασία).3. μτφ. το υπέρ, το πλεονέκτημα το θετικό, η θετική πλευρά•в этом есть свои -ы εδώ υπάρχουν και τα θετικά.
|| (για σχολικό βαθμό)• άνω, πάνω• +• получить 3 с -ом παίρνω βαθμό 3 και πάνω (μεταξύ 3 και 4).
- 1
- 2
См. также в других словарях:
αριθμητικό τρίγωνο — Τριγωνικός αριθμητικός πίνακας για τη σύνταξη των συντελεστών των διωνύμων. Στις πλευρές του βρίσκονται οι μονάδες. Στο εσωτερικό του οι αριθμοί σχηματίζονται με την πρόσθεση των δύο αριθμών που βρίσκονται πάνω από τον δοσμένο: H (ν + 1) σειρά… … Dictionary of Greek
χίλιοι, -ιες, -ια — αριθμητικό απόλυτο, κλιτή μορφή του άκλιτου χίλια 1. δέκα εκατοντάδες, χίλιες μονάδες: Ο Ξέρξης είχε πάνω από χίλια πλοία. 2. αναρίθμητοι, αμέτρητοι: Χίλιες φορές να του το πεις, δε θα το καταλάβει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τέσσερεις — τέσσερα / τέσσαρες, τέσσαρα, ΝΜΑ, και τέσσαροι και τέσσεροι, ες, α και λόγιος τ. τέσσαρες, τέσσαρα Ν, και αττ. τ. τέτταρες, τέτταρα και ιων. τ. τέσσερες, τέσσερα και δωρ. τ. τέτορες, τέτορα και επικ. και πιθ. αιολ. τ. πίσυρες και αιολ. τ. πέσυρες … Dictionary of Greek
έξι — και έξη και εξ (AM ἕξ) (απόλ. αριθμητ.) ποσότητα που αποτελείται από πέντε και μία μονάδες νεοελλ. 1. (για χρονολογία, ώρα, ηλικία κ.λπ., αντί τού τακτικού έκτος) («έκλεισε τα έξι») 2. (με άρθρο ως ουσ.) το έξι οτιδήποτε έχει τον αριθμό έξι… … Dictionary of Greek
διάνυσμα — Γεωμετρική έννοια, που χαρακτηρίζεται από το μήκος, τη διεύθυνση και τη φορά ενός μη (μηδενικού) προσανατολισμένου ευθύγραμμου τμήματος (παραβλέπεται δηλαδή η θέση του προσανατολισμένου τμήματος μέσα στον χώρο). Το δ. συμβολίζεται είτε με ένα… … Dictionary of Greek
εκατό — οι, τα (AM ἑκατόν, οι, αι, τα Α και αρκαδικός τύπος ἑκατόν) 1. απόλυτο αριθμητικό που δηλώνει την ποσότητα τών δέκα δεκάδων 2. στρογγυλός αριθμός που εκφράζει αόριστο πλήθος ή μεγάλο αριθμό νεοελλ. 1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα εκατό το εκατοστό… … Dictionary of Greek
ενενήκοντα — και ενενήντα οι, αι, τα (AM ἐνενήκοντα) (άκλ. αριθμτ.) ποσότητα εννέα δεκάδων. [ΕΤΥΜΟΛ. Το αριθμητικό επίθετο ενενήκοντα < *εναν ήκοντα, με αφομοίωση τού α από το ε και αναλογική επίδραση τών τύπων σε ήκοντα (πρβλ. εβδομ ήκοντα, πεντ ήκοντα)… … Dictionary of Greek
ημέρα — Χρονική μονάδα που αντιστοιχεί στη διάρκεια μιας πλήρους περιστροφής της Γης γύρω από τον άξονά της. Για τον προσδιορισμό της χρησιμοποιούνται διάφορα φαινόμενα, που κάνουν αντιληπτή την περιστροφική κίνηση της Γης. Ένα από τα φαινόμενα αυτά… … Dictionary of Greek
κόππα — Στοιχείο του αρχαίου ελληνικού αλφάβητου. Βρισκόταν ανάμεσα στο πι και στο ρο και αντιστοιχούσε με το φοινικοεβραϊκό κοφ και το λατινικό Q. Συμβολιζόταν με έναν κύκλο επάνω σε μια κάθετη γραμμή (|) και το χρησιμοποιούσαν, μαζί με το ομόφωνό του… … Dictionary of Greek
πέντε — ΝΑ, αιολ. τ. πέμπε Α άκλ. απόλυτο αριθμητικό το οποίο δηλώνει την ποσότητα που προκύπτει όταν σε τέσσερεις μονάδες προστεθεί άλλη μία, καθώς και το σύμβολό του νεοελλ. 1. (με άρθρ. ουδ. ως ουσ.) το πέντε καθετί που φέρει αυτόν τον αριθμό… … Dictionary of Greek
τράπεζα — Ονομασία ιδρυμάτων που εκτελούν πολλές και διάφορες λειτουργίες: από το εμπόριο και την ανταλλαγή νομισμάτων και την κατάθεση χρημάτων έως την παροχή πιστώσεων και άλλων χρηματοδοτήσεων. Ιστορία. Πολλές τραπεζικές πράξεις έχουν την καταγωγή τους… … Dictionary of Greek